- εξάπρυμνος
- ἑξάπρυμνος, -ον (Α)αυτός που έχει έξι πρύμνες, δηλ. έξι πλοία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξάπρυμνον — ἑξάπρυμνος with six stems masc/fem acc sg ἑξάπρυμνος with six stems neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek